ἐπιτεύγμασι

ἐπιτεύγμασι
ἐπίτευγμα
a hit
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίτευγμα — το (AM ἐπίτευγμα) [επιτυγχάνω] επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα 2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση 3. δημιούργημα, προϊόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”